Αφαίρεση θυρεοειδούς αδένα – Πότε είναι αναγκαία η επέμβαση

By: | Tags: | Comments: 0 | 3 Αυγούστου, 2016

ΠΑΡΕ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΑΠΟΡΙΕΣ ΣΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ

Η αφαίρεση του θυρεοειδούς αδένα είναι μια επέμβαση που πραγματοποιείται όλο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια. Οι λόγοι που ένας θυρεοειδής πρέπει να αφαιρεθεί διερευνώνται από τον ενδοκρινολόγο με κλινικές, αιματολογικές και απεικονιστικές εξετάσεις.

Πότε πρέπει να αφαιρεθεί

Απόλυτη ένδειξη χειρουργικής αντιμετώπισης έχουν όλοι οι κακοήθεις όζοι του θυρεοειδούς αδένα που έχουν διαγνωστεί προεγχειρητικά είτε διά βιοψίας με λεπτή βελόνη (FNA) είτε κατόπιν θετικής ανοικτής βιοψίας τραχηλικού λεμφαδένα. Το ίδιο ισχύει και για όλες τις περιπτώσεις όζων με ισχυρή υποψία κακοήθειας. Στις περιπτώσεις αυτές η εγχείρηση που επιλέγεται είναι η ολική θυρεοειδεκτομή. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, όπου υπάρχει η υποψία κακοήθειας στο θυρεοειδή απαραίτητη είναι η προεγχειρητική χαρτογράφηση λεμφαδένων (με υπερηχογράφημα λεμφαδένων τραχήλου) προκειμένου να σχεδιαστεί σωστά η χειρουργική επέμβαση. Στις περιπτώσεις όπου είναι αναγκαίο η ολική θυρεοειδεκτομή πρέπει να συνοδεύεται από λεμφαδενικό καθαρισμό του κεντρικού ή/και των πλάγιων τραχηλικών διαμερισμάτων.

Σχετικές ενδείξεις χειρουργικής θεραπείας είναι παθήσεις που συνοδεύονται από υπερλειτουργία του θυρεοειδούς, όταν οι άλλες συντηρητικές θεραπείες έχουν αποτύχει. Στις παθήσεις αυτές περιλαμβάνονται ο υπερθυρεοειδισμός λόγο νόσου Graves, τοξικής πολυοζώδους βρογχοκήλης ή μονήρους τοξικού αδενώματως.

Φυσικά απόλυτη ένδειξη χειρουργικής αντιμετώπισης αποτελούν πολυοζώδεις βρογχοκήλες πολύ μεγάλου μεγέθους που προκαλούν πιεστικά φαινόμενα στην τραχεία με αποτέλεσμα δυσκολία στην αναπνοή. Η χειρουργική επέμβαση στις περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνει την ολική ή σχεδόν ολική θυρεοειδεκτομή, εκτός από την περίπτωση του μονήρους τοξικού αδενώματως όπου επαρκής είναι και η σύστοιχη με το τοξικό αδένωμα λοβεκτομή.

Η χειρουργική αντιμετώπιση

Η χειρουργική θεραπεία τελευταία διενεργείται με τη χρήση της διεγχειρητικής νευροπαρακολούθησης (νευροδιεγέρτη) για μεγαλύτερη ασφάλεια όσον αφορά την επιπλοκή της κάκωσης των υπεύθυνων νεύρων για την κινητικότητα των φωνητικών χορδών. Σε έμπειρους και εξειδικευμένους χειρουργούς οι επιπλοκές της επέμβασης, όπως το βράχνιασμα και η μόνιμη μετεγχειρητική υπασβεστιαιμία, είναι σπάνιες και η συχνότητα εμφάνισης τους δεν ξεπερνά το 1-2%.